αλβανίζω — 1. μιλώ την αλβανική γλώσσα 2. μιμούμαι τον τρόπο ζωής τών Αλβανών 3. διάκειμαι φιλικά προς τους Αλβανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλβανισμός, αλβανιστής, αλβανιστί] … Dictionary of Greek
αλβανικά — επίρρ. [αλβανικός] με την αλβανική διάλεκτο, αλβανιστί … Dictionary of Greek